Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιονόπεζα — with snow white feet fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονόπεζα — ἡ, ΜΑ αυτή που έχει χιονόλευκα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + πέζα «πόδι» (πρβλ. ἀργυρό πεζα)] … Dictionary of Greek